- τρικαλιώτικος
- -η, -οαυτός που κατάγεται ή ανήκει ή σχετίζεται με τα Τρίκαλα: Τρικαλιώτικο τυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρικαλιώτικος — η, ο, Ν αυτός που προέρχεται από τα Τρίκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίκαλα + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. βολ ιώτικος)] … Dictionary of Greek
Τρικαλινός — ο, θηλ. Τρικαλινή, Ν 1. ο κάτοικος τών Τρικάλων ή αυτός που κατάγεται από τα Τρίκαλα» 2. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από τα Τρίκαλα, τρικαλιώτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίκαλα + κατάλ. ινός (πρβλ. πατρ ινός)] … Dictionary of Greek
ξυλόκαστρο — Μεγάλος παράλιος παραθεριστικός δήμος (6087 κάτ., υψόμ. 10), του νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16.802 κάτ.), στον οποίο ανήκουν εκτός του δήμου Ξυλόκαστρου και 25 κοινότητες. Το θέρετρο είναι χτισμένο στα παράλια του Κορινθιακού … Dictionary of Greek